ὑπέρθερμος

ὑπέρθερμος
ὑπέρθερμος
over-warm
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπέρθερμος — η, ο / ὑπέρθερμος, ον, ΝΜ [θερμός] υπέρμετρα θερμός νεοελλ. φρ. α) «υπέρθερμος ατμός» φυσ. ατμός σε υψηλή θερμοκρασία που σχηματίζεται σε ορισμένες θερμοδυναμικές μεταβολές χωρίς προσφορά ποσοτήτων θερμότητας β) «υπέρθερμο ύδωρ» φυσ. νερό σε… …   Dictionary of Greek

  • υπέρθερμος, -η — ο ο υπερβολικά θερμός, ο θερμότατος (κυριολ. και μτφ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπέρθερμον — ὑπέρθερμος over warm masc acc sg ὑπέρθερμος over warm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθέρμης — ὑπέρθερμος over warm fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθέρμους — ὑπέρθερμος over warm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθέρμῳ — ὑπέρθερμος over warm masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρθερμα — ὑπέρθερμος over warm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρθερμοι — ὑπέρθερμος over warm masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάθερμος — η, ο (Α διάθερμος, ον) 1. διάπυρος, υπέρθερμος 2. ένθερμος, υπερενθουσιώδης, διαχυτικός αρχ. αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία ή ευέξαπτο χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”